ἐπείσκλητον

ἐπείσκλητον
ἐπείσκλητος
co-opted
masc/fem acc sg
ἐπείσκλητος
co-opted
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επείσκλητος — ἐπείσκλητος, ον (Α) [επεισκαλώ] 1. αυτός που κλήθηκε επί πλέον («ἐπεισκαλεῑν ἔκαστον ἐπείσκλητον ὅν ἄν ἐθέλη τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς ἡλικίας», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπείσκλητος συνέλευση που συγκλήθηκε για ορισμένο σκοπό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”